- συνδίκων
- σύνδικοςone who helps in a court of justicemasc/fem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνδικῶν — συνδικάζω have a share in judging fut part act masc voc sg συνδικάζω have a share in judging fut part act neut nom/voc/acc sg συνδικάζω have a share in judging fut part act masc nom sg (attic epic ionic) συνδικάζω have a share in judging fut part … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ρέμπραντ, Χάμερσον βαν Ρέιν — (Rembrandt, Λέιντεν 1606 – Άμστερνταμ 1669). Ολλανδός ζωγράφος και χαράκτης, ένας από τους μεγαλύτερους Ευρωπαίους καλλιτέχνες του 17ου αι. Ήταν μαθητής του Σβάνενμπουργκ και για ένα μικρό χρονικό διάστημα (μεταξύ 1623 και 1624) του Λάστμαν στο… … Dictionary of Greek